Χαλκίδ'

Χαλκίδ'
Χαλκίδα , Χαλκίς
a brazen pot.
fem acc sg
Χαλκίδι , Χαλκίς
a brazen pot.
fem dat sg
Χαλκίδε , Χαλκίς
a brazen pot.
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκίδ' — χαλκίδα , χαλκίς a brazen pot. fem acc sg χαλκίδι , χαλκίς a brazen pot. fem dat sg χαλκίδε , χαλκίς a brazen pot. fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωμεύς — ὁ, Μ Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα εύς (πρβλ. Χαλκιδ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρεύς — έως, ὁ, ΜΑ Σαμαρείτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμάρεια + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • Τρωαδεύς — έως, ὁ, Α ο κάτοικος τής Τροίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρῳάς, άδος + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • Φαληρεύς — ὁ, θηλ. Φαληρίς, ίδος, Α ο κάτοικος τού Φαλήρου, Φαληριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. εύς* (πρβλ. Χαλκιδ εύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Λεσβ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ποτνιεύς — έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, άδος, Α 1. ο κάτοικος τών Ποτνιών 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι 2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδες προσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.) 3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» τίτλος έργου τού Αισχύλου β) …   Dictionary of Greek

  • προαστιεύς — έως, ό, ΜΑ ο κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”